-
1 επινοήση
ἐπινοήσηι, ἐπινόησιςthought: fem dat sg (epic)ἐπινοέωthink on: aor subj mid 2nd sgἐπινοέωthink on: aor subj act 3rd sgἐπινοέωthink on: fut ind mid 2nd sgἐπινοέωthink on: aor subj mid 2nd sgἐπινοέωthink on: aor subj act 3rd sgἐπινοέωthink on: fut ind mid 2nd sg -
2 ἐπινοήσῃ
ἐπινοήσηι, ἐπινόησιςthought: fem dat sg (epic)ἐπινοέωthink on: aor subj mid 2nd sgἐπινοέωthink on: aor subj act 3rd sgἐπινοέωthink on: fut ind mid 2nd sgἐπινοέωthink on: aor subj mid 2nd sgἐπινοέωthink on: aor subj act 3rd sgἐπινοέωthink on: fut ind mid 2nd sg -
3 επινόηση
[-ις (-εως)] η1) изобретение, открытие (действие); 2) выдумка, вымысел; измышление -
4 tasni
επινόηση -
5 выдумка
-
6 вымысел
-
7 contrivance
1) (the act of contriving.) επινόηση2) (something contrived (especially something mechanical): a contrivance for making the door open automatically.) επινόηση, συσκευή -
8 изобретение
η ευρεσιτεχνία, η επινόηση, (открытие) η εφεύρεσηвнедрять - εφαρμόζω την -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобретение
-
9 приспособление
1. (устройство) η συσκευή, η επινόηση 2. (маш., ев) η (ιδιο)συ-σκευή, το εξάρτημα 3. (действие) η προσαρμογή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приспособление
-
10 выдумка
выдум||каж1. (вымысел) ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα·2. (изобретение, идея) ἡ ἐφεύρεση [-ις], τό τέχνασμα. -
11 вымысел
вымыселм ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα, τό πλάσμα τῆς φαντασίας/ τό ψέμα, ἡ ψευτιά (ложь):поэтический \вымысел ἡ ποιητική φαντασία. -
12 домысел
домыселἡ ἡ είκασία (предположение)/ ἡ ἐπινόηση [-ις], τό ἐπινόημα, ἡ ἐπινοια (выдумка). -
13 игра
играж1. τό παιγνίδι:\игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο. -
14 измышленне
измы||шленнес (выдумка) ἡ ἐπινόηση [-ις], τό ἐπινόημα / κατασκεύασμα τής φαντασίας (вымысел). -
15 изобретатьение
изобретать||ениес ἡ ἐφεύρεση [-ις], ἡ ἀνακάλυψη [-ις], ἡ ἐπινόηση [-ις]. -
16 сплошной
сплошн||ойприл ὁλοκληρωτικός, καθολικός, γενικός:\сплошной гул ὁ συνεχής βόμβος· \сплошнойа́я электрификация ὁ γενικός ἐξηλεκτρισμός· \сплошной лес ἀτέλειωτο δάσος· ◊ \сплошной вздор ἀνοησίες ἀπ' τήν ἀρχή δις τό τέλος· \сплошной вымысел καθαρή ἐπινόηση -
17 επινοήμα
τα1) изобретение, открытие (результат); 2) см. επινόηση 2 -
18 brainchild
noun (a favourite theory, invention etc thought up by a particular person: This entire process is Dr Smith's brainchild.) δημιούργημα, επινόηση -
19 coinage
[-ni‹]1) (the process of coining.) νομισματοκοπία/ επινόηση (πχ. λέξης)2) (the money (system) used in a country: Britain now uses decimal coinage.) νομισματικό σύστημα -
20 басня
-и, γεν. πλθ. сен, δοτ. -сням θ.1. παραμύθι, μύθος.2. επινόηση, μύθευμα, τερατολογία. || πλθ. -и αερολογίες, φλυαρίες.εκφρ.стать (сделать(ся) -ей – παλ. κουτσομπολεύομαι, γίνομαι αντικείμενο σχολίων, σχολιάζομαι.
См. также в других словарях:
επινόηση — η η σύλληψη ιδέας ή και η ίδια η ιδέα αυτή, επινόημα, εφεύρεση: Η επινόηση του τηλεφώνου οφείλεται στον Μπελ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επινόηση — η (Α ἐπινόησις) [επινοώ] 1. η πράξη τού επινοώ, η σύλληψη μιας ιδέας, η εφεύρεση 2. η ίδια η ιδέα που συλλαμβάνει κανείς, το επινόημα … Dictionary of Greek
ἐπινοήσῃ — ἐπινοήσηι , ἐπινόησις thought fem dat sg (epic) ἐπινοέω think on aor subj mid 2nd sg ἐπινοέω think on aor subj act 3rd sg ἐπινοέω think on fut ind mid 2nd sg ἐπινοέω think on aor subj mid 2nd sg ἐπινοέω think on aor subj act 3rd sg ἐπινοέω think… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek